- φιλοκαλώ
- φιλοκαλῶ, -έω, ΝΜΑ [φιλόκαλος]έχω την αίσθηση τού ωραίου σε όλες του τις εκφάνσεις, αγαπώ το ωραίο, έχω καλαισθησίαμσν.-αρχ.διακοσμώ με καλαισθησία («φιλοκαλήσας τά τετράπυλα μαρμάροις», Μαλάλ. Ι.)αρχ.1. επιδιώκω να τιμηθώ για κάτι («εἰς ταύτην τὴν ἐπιβολὴν φιλοκαλοῡντες ἔσπευσαν ὑπερβάλλεσθαι τῷ μεγέθει τῶν ἔργων», Διόδ.)2. εκτελώ αριθμητικές πράξεις, κάνω λογαριασμούς·3. καθαρίζω ή επιδιορθώνω κάτι4. είμαι φιλομαθής.
Dictionary of Greek. 2013.