φιλοκαλώ

φιλοκαλώ
φιλοκαλῶ, -έω, ΝΜΑ [φιλόκαλος]
έχω την αίσθηση τού ωραίου σε όλες του τις εκφάνσεις, αγαπώ το ωραίο, έχω καλαισθησία
μσν.-αρχ.
διακοσμώ με καλαισθησία («φιλοκαλήσας τά τετράπυλα μαρμάροις», Μαλάλ. Ι.)
αρχ.
1. επιδιώκω να τιμηθώ για κάτι («εἰς ταύτην τὴν ἐπιβολὴν φιλοκαλοῡντες ἔσπευσαν ὑπερβάλλεσθαι τῷ μεγέθει τῶν ἔργων», Διόδ.)
2. εκτελώ αριθμητικές πράξεις, κάνω λογαριασμούς·3. καθαρίζω ή επιδιορθώνω κάτι
4. είμαι φιλομαθής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φιλοκαλώ — αμτβ., αγαπάω το ωραίο, έχω αίσθηση του ωραίου, είμαι φιλόκαλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλοκαλῶ — φιλοκαλέω love the beautiful pres subj act 1st sg (attic epic doric) φιλοκαλέω love the beautiful pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοκάλῳ — φιλόκαλος loving the beautiful masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφιλοκαλώ — έω, Α φιλοκαλώ επίσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φιλοκαλῶ «αγαπώ το ωραίο»] …   Dictionary of Greek

  • αφιλοκάλητος — ἀφιλοκάλητος, ον (AM) [φιλοκαλώ] ο χωρίς διακόσμηση, ο αστόλιστος …   Dictionary of Greek

  • προσφιλοκαλώ — έω, Α 1. διακοσμώ κάτι με καλαισθησία («ἀναθήματα καὶ βιβλιοθήκας καὶ τὴν... κατοικίαν τοῡ Περγάμου... ἐκεῑνος προσεφιλοκάλησε», Στράβ.) 2. (για καλλιτέχνη) αγαπώ την ομορφιά («ἤδη δέ τινες καὶ προσφιλοκαλοῡντες», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * +… …   Dictionary of Greek

  • φροκαλώ — άω, Ν καθαρίζω με την φροκαλιά, σκουπίζω, σαρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φιλοκαλῶ «αγαπώ το ωραίο, διακοσμώ», μέσω ενός τ. *φλοκαλῶ (με συγκοπή τού ι ), από όπου φροκαλώ με ανομοίωση τού λ σε ρ ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”